- ξυρήκης
- ξυρήκης, -ες (Α)1. οξύς, κοφτερός σαν ξυράφι («αἱ δὲ λόγχαι αὐτῶν εὐπλατεῑς καὶ ξυρήκεις», Πολυδ.)2. (σε παθ. σημ.) ξυρισμένος μέχρι το δέρμα3. ξυρήσιμος*4. φρ. «κουρά ξυρήκης» — κούρεμα σύρριζα, μέχρι το δέρμα, ως ένδειξη μεγάλου πένθους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρόν + -ήκης (< *ἄκος), πρβλ. νε-ήκης, αμφ-ήκης (βλ. και λ. ακ-)].
Dictionary of Greek. 2013.